-
1 κάμ-μορος
κάμ-μορος, ep. = κακόμορος, oder κατάμορος (vgl. Arcad. 71, 28), unglücklich, περὶ πάντων κάμμορε φωτῶν, Od. 11, 216. 2, 351, öfter, immer von Menschen.
-
2 κάμμορος
A subject to destiny, i.e. ill-fated (not in Il.),περὶ πάντων κάμμορε φωτῶν Od.11.216
, cf. 2.351, 5.160, A.R. 4.1318. (Cf. κάσμορος, ἤμορος.)Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κάμμορος
См. также в других словарях:
κάμμορος — κάμμορος, ον (Α) αυτός που έχει κακή μοίρα, κακόμοιρος («περὶ πάντων κάμμορε φωτῶν», Ομ. Οδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Αιολ. τ. < *κάτ μορος < *κατά μορος, που είναι «σύνθ. εκ συναρπαγής» από τη φρ. κατά μόρον «υποταγμένος στη μοίρα». Μαρτυρείται και η… … Dictionary of Greek